- εμπορευτικος
- ἐμπορευτικός3торговый, купеческий Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εμπορευτικός — ἐμπορευτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
ἐμπορευτικά — ἐμπορευτικός commercial neut nom/voc/acc pl ἐμπορευτικά̱ , ἐμπορευτικός commercial fem nom/voc/acc dual ἐμπορευτικά̱ , ἐμπορευτικός commercial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορευτικῶν — ἐμπορευτικός commercial fem gen pl ἐμπορευτικός commercial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορευτικοί — ἐμπορευτικός commercial masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορευτικῶς — ἐμπορευτικός commercial adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορευτικῷ — ἐμπορευτικός commercial masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπολαίος — ἐμπολαῑος, α, ον (AM) (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή τό προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ μπολαῑε», Αριστοφ. β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῑος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.) … Dictionary of Greek